πατσαβούρα

πατσαβούρα
η
1. κομμάτι ύφασμα για καθάρισμα σκευών ή επίπλων.
2. μτφ., γυναίκα άσεμνη.
3. εφημερίδα όχι σοβαρή, αλλιώς παλιόφυλλο, βρομόφυλλο, φυλλάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατσαβούρα — η και πατσαβούρι, το 1. ράκος, ευτελές ύφασμα που χρησιμοποιείται συνήθως για καθαρισμό 2. (κατ* επέκτ.) ρυπαρό ράκος, βρόμικο κουρέλι 3. μτφ. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας), άσεμνη, πρόστυχη, ανήθικη, άξια περιφρόνησης 4. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

  • πατσαβουριάζω — [πατσαβούρα] μεταβάλλω κάτι σε πατσαβούρα, κουρελιάζω, καταστρέφω, αχρηστεύω κάτι σχίζοντας και λερώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”